ἀλλάσσομαι

ἀλλάσσομαι
ἀλλάσσω
make other than it is
pres ind mp 1st sg
ἀναλάζομαι
take again
aor subj mp 1st sg (epic)
ἀναλάζομαι
take again
fut ind mp 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • ευσυνάλλακτος — εὐσυνάλλακτος, ον (ΑΜ) αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός. επίρρ... εὐσυναλλάκτως (Α) 1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή 2. αποτελεσματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αλλάσσομαι] …   Dictionary of Greek

  • προαλλάσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προαμείβομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀλλάσσομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”